- ηπατικός
- -ή, -ό (AM ἡπατικός, -ή, -όν) [ήπαρ]1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες»)2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.)3. αυτός που υποφέρει από πάθηση τού ήπατοςνεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικάκλάση φυτών που ανήκει στη διαίρεση βρυόφυτα2. α) (βιολ.-χημ.) φρ. «ηπατικές δοκιμασίες» — εργαστηριακές εξετάσεις με τις οποίες ελέγχονται οι λειτουργίες τού ήπατοςβ) ιατρ. «ηπατική ανεπάρκεια» — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση ορισμένων ή όλων τών λειτουργιών τού ήπατοςγ) «ηπατικές φλέβες» — ομάδα φλεβών που μεταφέρουν το αίμα από το ήπαρ στην κάτω κοίλη φλέβα, η οποία καταλήγει στον δεξιό κόλπο τής καρδιάςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τό ἡπατικόνμαντεία που γίνεται με την παρατήρηση τού ήπατος.
Dictionary of Greek. 2013.